- ἀριστοποιῶ
- ἀριστοποιέωprepare breakfastpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀριστοποιέωprepare breakfastpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αριστοποιώ — ἀριστοποιῶ ( έω) (Α) 1. ετοιμάζω πρόγευμα 2. ( ούμαι) προγευματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστον «πρόγευμα» + ποιώ] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
άριστον — ἄριστον, το (AM) το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα») αρχ. το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. *αιερι δ τον < (τοπικό) *άρι (συνηρημένος τ. του *αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη… … Dictionary of Greek